συλληφθείς

συλληφθείς
detingut

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συλληφθείς — συλλαμβάνω collect aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ятый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прич. (греч. συλληφθείς) взятый, пойманный, схваченный (2 Макк …   Словарь церковнославянского языка

  • ληπτός — ληπτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν αποδεχθεί, αποδεκτός 3 …   Dictionary of Greek

  • σιδηροδεσμώτης — ὁ, ΜΑ σιδηροδέσμιος («συλληφθεὶς σιδηροδεσμώτης ὡς βασιλέα ἤχθη», Σωζόμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δεσμώτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”